- επασκώ
- ἐπασκῶ, -έω (Α) [ασκώ]1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.)2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.)3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν ἐπασκεῑ», Αριστοφ.)4. επαυξάνω («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)5. (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι6. εξεγείρω εναντίον κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)7. γυμνάζω για τον αγώνα8. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπασκεῑνσέβεσθαι, ἁγνεύειν».
Dictionary of Greek. 2013.